- επίκλη
- ἐπίκλη, ή (AM)1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμίαχρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχωονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.)2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκληνα) κατ’ επίκληση, με την επωνυμία, με το όνομα («ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰ θὴρ καλούμενος», Πλάτ.)β) ονομαστικά, κατ’ όνομασυνηθισμένος ο τ. τοὐπίκλην (< τὸ ἐπίκλην) με κράση και μσν. τo ἐπίκλιν3. «τὸ ἐπίκλιν τῶν Ἐλλήνων» — η δόξα, το καύχημα τῶν Ελλήνων (Χρον. Μoρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλην, που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο (< καλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.